ενσυνείδητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενσυνείδητος | η | ενσυνείδητη | το | ενσυνείδητο |
| γενική | του | ενσυνείδητου | της | ενσυνείδητης | του | ενσυνείδητου |
| αιτιατική | τον | ενσυνείδητο | την | ενσυνείδητη | το | ενσυνείδητο |
| κλητική | ενσυνείδητε | ενσυνείδητη | ενσυνείδητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενσυνείδητοι | οι | ενσυνείδητες | τα | ενσυνείδητα |
| γενική | των | ενσυνείδητων | των | ενσυνείδητων | των | ενσυνείδητων |
| αιτιατική | τους | ενσυνείδητους | τις | ενσυνείδητες | τα | ενσυνείδητα |
| κλητική | ενσυνείδητοι | ενσυνείδητες | ενσυνείδητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ενσυνείδητος
- (λόγιο) άλλη μορφή του συνειδητός
- ※ Υπάρχουν συμπτώσεις στη ζωή που μοιάζουν με ενσυνείδητες επεμβάσεις μυστικών δυνάμεων. (Έλλη Αλεξίου (1974) Ερνέστο Γκεβάρα [δοκίμιο])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ενσυνείδητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.