ασυνειδησία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνειδησία οι ασυνειδησίες
      γενική της ασυνειδησίας των ασυνειδησιών
    αιτιατική την ασυνειδησία τις ασυνειδησίες
     κλητική ασυνειδησία ασυνειδησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασυνειδησία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ασυνειδησία θηλυκό

  1. ασυνείδητη πράξη, κακοήθεια
  2. (ψυχολ.) απώλεια τής συνείδησης
  3. η ιδιότητα τού ασυνείδητου, ψυχική πώρωση
    η ασυνειδησία του τον έκανε να διαπράξει δύο φόνους ψυχρά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.