conscience
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
conscience (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η συνείδηση, η γνώση που επιτρέπει στο άτομο να διακρίνει το ηθικά καλό από το ηθικά κακό
- ↪ a guilty conscience - ενοχή συνείδηση
- ↪ He has a clear/calm conscience.
- Έχει καθαρή/ήσυχη τη συνείδησή του.
- ↪ He has a heavy conscience.
- Έχει βαριά τη συνείδησή του.
- ↪ I have a weight/burden on my conscience.
- Έχω ένα βάρος στη συνείδηση.
- ↪ Money corrupts consciences.
- Το χρήμα διαφθείρει τις συνειδήσεις.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ενοχή, αίσθημα ενοχής για κάτι που έχω κάνει ή δεν έχω κάνει
- (μη μετρήσιμο) η συνείδηση, το γεγονός ότι συμπεριφέρομαι με τρόπο που θεωρώ σωστό, παρόλο που αυτό μπορεί να προκαλέσει προβλήματα
- ↪ I am following/listening to my voice of conscience.
- Ακολουθώ/ακούω τη φωνή της συνείδησής μου.
- ↪ I can’t compromise my conscience.
- Δεν μπορώ να συμβιβαστώ με την συνείδησή μου.
- ↪ I am following/listening to my voice of conscience.
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.