επίγνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επίγνωση | οι | επιγνώσεις |
| γενική | της | επίγνωσης* | των | επιγνώσεων |
| αιτιατική | την | επίγνωση | τις | επιγνώσεις |
| κλητική | επίγνωση | επιγνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιγνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίγνωση < ελληνιστική κοινή ἐπίγνωσις < αρχαία ελληνική γνῶσις < γιγνώσκω
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpi.ɣno.si/
Ουσιαστικό
επίγνωση θηλυκό
- συναίσθηση της πραγματικότητας, ακριβής γνώση
- έχω επίγνωση της κατάστασής μου
Μεταφράσεις
επίγνωση
|
εν επιγνώσει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.