συνήθης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | συνήθης | το | σύνηθες | ||
| γενική | του/της | συνήθους* | του | συνήθους | ||
| αιτιατική | τον/τη | συνήθη | το | σύνηθες | ||
| κλητική | συνήθη | σύνηθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | συνήθεις | τα | συνήθη | ||
| γενική | των | συνήθων | των | συνήθων | ||
| αιτιατική | τους/τις | συνήθεις | τα | συνήθη | ||
| κλητική | συνήθεις | συνήθη | ||||
| * Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
συνήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνήθης[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + -ήθης.(ήθος).
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈni.θis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νή‐θης
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ή‐θης
- ομόηχο: συνήθεις
Επίθετο
συνήθης, -ης, σύνηθες, συγκριτικός : συνηθέστερος, υπερθετικός : συνθέστατος [2]
- συνηθισμένος
- ≠ αντώνυμα: ασυνήθιστος, ασυνήθης, ασυνήθητος
Συγγενικά
- ασυνήθιστος
- συνηθάω
- συνήθεια, συνήθειο
- συνηθίζω & σύνθετα
- συνηθισμένος
- συνήθως (επίρρημα)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συνήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνήθης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| συνηθεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | συνήθης | τὸ | σύνηθες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | συνήθους | τοῦ | συνήθους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | συνήθει | τῷ | συνήθει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | συνήθη | τὸ | σύνηθες | ||
| κλητική ὦ! | σύνηθες | σύνηθες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | συνήθεις | τὰ | συνήθη | ||
| γενική | τῶν | συνήθων | τῶν | συνήθων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | συνήθεσῐ(ν) | τοῖς | συνήθεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | συνήθεις | τὰ | συνήθη | ||
| κλητική ὦ! | συνήθεις | συνήθη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνήθει | τὼ | συνήθει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | συνήθοιν | τοῖν | συνήθοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
συνήθης, -ης, σύνηθες, συγκριτικός : συνηθέστερος, υπερθετικός : συνηθέστατος
- που έχει του ίδιους τρόπους, τα ίδια ήθη
- κολλητός, φίλος
- εξοικειωμένος
Παράγωγα
Συγγενικά
- ἀσυνήθεια
- ἀσυνήθης
- ἐπισυνήθης
- φιλοσυνήθης
- κατασυνήθεια
- παρασυνήθως
- συνήθεια
- συνηθέομαι
- συνηθία
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- συνήθης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συνήθης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.