ασυνήθιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασυνήθιστος | η | ασυνήθιστη | το | ασυνήθιστο |
| γενική | του | ασυνήθιστου | της | ασυνήθιστης | του | ασυνήθιστου |
| αιτιατική | τον | ασυνήθιστο | την | ασυνήθιστη | το | ασυνήθιστο |
| κλητική | ασυνήθιστε | ασυνήθιστη | ασυνήθιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασυνήθιστοι | οι | ασυνήθιστες | τα | ασυνήθιστα |
| γενική | των | ασυνήθιστων | των | ασυνήθιστων | των | ασυνήθιστων |
| αιτιατική | τους | ασυνήθιστους | τις | ασυνήθιστες | τα | ασυνήθιστα |
| κλητική | ασυνήθιστοι | ασυνήθιστες | ασυνήθιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασυνήθιστος
Μεταφράσεις
που δεν έχει συνηθίσει σε κάτι
|
που δεν συμβαίνει συχνά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.