ασυνήθιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνήθιστος η ασυνήθιστη το ασυνήθιστο
      γενική του ασυνήθιστου της ασυνήθιστης του ασυνήθιστου
    αιτιατική τον ασυνήθιστο την ασυνήθιστη το ασυνήθιστο
     κλητική ασυνήθιστε ασυνήθιστη ασυνήθιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνήθιστοι οι ασυνήθιστες τα ασυνήθιστα
      γενική των ασυνήθιστων των ασυνήθιστων των ασυνήθιστων
    αιτιατική τους ασυνήθιστους τις ασυνήθιστες τα ασυνήθιστα
     κλητική ασυνήθιστοι ασυνήθιστες ασυνήθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασυνήθιστος < α- στερητικό + συνηθίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

ασυνήθιστος

  1. που δεν έχει συνηθίσει κάτι
    είναι ασυνήθιστος στις πεζοπορίες, γι' αυτό κουράστηκε τόσο πολύ
  2. που δεν συμβαίνει συχνά, όχι συνήθης
    αυτές οι θερμοκρασίες είναι ασυνήθιστες για την εποχή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.