κολλητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολλητός | η | κολλητή | το | κολλητό |
| γενική | του | κολλητού | της | κολλητής | του | κολλητού |
| αιτιατική | τον | κολλητό | την | κολλητή | το | κολλητό |
| κλητική | κολλητέ | κολλητή | κολλητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολλητοί | οι | κολλητές | τα | κολλητά |
| γενική | των | κολλητών | των | κολλητών | των | κολλητών |
| αιτιατική | τους | κολλητούς | τις | κολλητές | τα | κολλητά |
| κλητική | κολλητοί | κολλητές | κολλητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κολλητός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κολλητός.[1] < κολλάω, κολλη- + -τός
Ουσιαστικό
κολλητός αρσενικό (θηλυκό κολλητή)
- πολύ στενός φίλος
- ↪ χτες πήγαμε και τα ήπιαμε με τον κολλητό μου
Συγγενικά
Αναφορές
- κολλητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κολλητός | ἡ | κολλητή | τὸ | κολλητόν |
| γενική | τοῦ | κολλητοῦ | τῆς | κολλητῆς | τοῦ | κολλητοῦ |
| δοτική | τῷ | κολλητῷ | τῇ | κολλητῇ | τῷ | κολλητῷ |
| αιτιατική | τὸν | κολλητόν | τὴν | κολλητήν | τὸ | κολλητόν |
| κλητική ὦ! | κολλητέ | κολλητή | κολλητόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κολλητοί | αἱ | κολληταί | τὰ | κολλητᾰ́ |
| γενική | τῶν | κολλητῶν | τῶν | κολλητῶν | τῶν | κολλητῶν |
| δοτική | τοῖς | κολλητοῖς | ταῖς | κολληταῖς | τοῖς | κολλητοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κολλητούς | τὰς | κολλητᾱ́ς | τὰ | κολλητᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κολλητοί | κολληταί | κολλητᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κολλητώ | τὼ | κολλητᾱ́ | τὼ | κολλητώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κολλητοῖν | τοῖν | κολληταῖν | τοῖν | κολλητοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- → ζητούμενο λήμμα
※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 194, ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 164
Πηγές
- κολλητός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κολλητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.