usual
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
usual (en)
- (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο) το συνηθισμένο, ό,τι γίνεται συνήθως, ό,τι θεωρείται ως κανόνας και συχνά και ό,τι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον
- ↪ This bed is wider than the usual.
- Aυτό το κρεβάτι είναι φαρδύτερο από το συνηθισμένο.
- ↪ -“What’s new?” -“Nothing, the usual.”
- -«Τι νέα;» -«Τίποτα, τα συνηθισμένα.»
- ↪ This bed is wider than the usual.
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | usual |
| συγκριτικός | more usual |
| υπερθετικός | most usual |
usual (en)
Συγγενικά
Εκφράσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.