ήθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ήθος | τα | ήθη |
| γενική | του | ήθους | των | ηθών |
| αιτιατική | το | ήθος | τα | ήθη |
| κλητική | ήθος | ήθη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ήθος ουδέτερο
- η προσωπική ηθική ιδιοσυγκρασία
- δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμφισβητεί το ήθος και την ακεραιότητά μου
- ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ατόμου
- πώς χαρακτηρίζεται το ήθος του ήρωα στην πρώτη σκηνή της τραγωδίας;
- (στον πληθυντικό) οι κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς
- τα χρηστά ήθη, τα πολιτικά ήθη
- (στον πληθυντικό) οι καθιερωμένες μορφές συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν έναν πολιτισμό
- τα ήθη και τα έθιμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.