ήθος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ήθος τα ήθη
      γενική του ήθους των ηθών
    αιτιατική το ήθος τα ήθη
     κλητική ήθος ήθη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ήθος < αρχαία ελληνική ἦθος < ἔθος < ἔθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω)

Ουσιαστικό

ήθος ουδέτερο

  1. η προσωπική ηθική ιδιοσυγκρασία
    δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμφισβητεί το ήθος και την ακεραιότητά μου
  2. ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ατόμου
    πώς χαρακτηρίζεται το ήθος του ήρωα στην πρώτη σκηνή της τραγωδίας;
  3. (στον πληθυντικό) οι κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς
    τα χρηστά ήθη, τα πολιτικά ήθη
  4. (στον πληθυντικό) οι καθιερωμένες μορφές συμπεριφοράς που χαρακτηρίζουν έναν πολιτισμό
    τα ήθη και τα έθιμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.