συνηθίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συνηθίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συνηθίζω < συνήθης

Προφορά

ΔΦΑ : /si.niˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συνηθίζω
παλιότερος συλλαβισμός: συνηθίζω

Ρήμα

συνηθίζω, αόρ.: συνήθισα, παθ.φωνή: συνηθίζομαι, π.αόρ.: συνηθίστηκα, μτχ.π.π.: συνηθισμένος

  1. (αμετάβατο) αποκτώ ή έχω ήδη τη συνήθεια να κάνω κάτι
  2.  δείτε και συνηθίζεται
  3. (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον τη συνήθεια να κάνει κάτι, εξασκώ

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συνήθης και ήθος

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.