συμμορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμμορία οι συμμορίες
      γενική της συμμορίας των συμμοριών
    αιτιατική τη συμμορία τις συμμορίες
     κλητική συμμορία συμμορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμορία < (σύν) συμ- + μόρα + -ία < μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (εκχωρώ, κατανέμω, μοιράζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /si.moˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμμορία

Ουσιαστικό

συμμορία θηλυκό

  1. ομάδα κακοποιών που οργανωμένα και συνήθως βίαια και ανήθικα προσπαθούν για την επίτευξη των κακοποιών στόχων τους
  2. (νομικός όρος) ομάδα τριών τουλάχιστον κακοποιών που οργανωμένα και συνήθως βίαια προσπαθούν για την επίτευξη των κακοποιών στόχων τους
  3. (μεταφορικά, μειωτικό) ομάδα παλιόπαιδων
  4. (ιστορία, οικονομία στην αρχαία Αθήνα) φορολογική ομάδα Αθηναίων πολιτών

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις μοίρα, μοιράζω, μόρα και Μόρα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.