συμμορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμμορία | οι | συμμορίες |
| γενική | της | συμμορίας | των | συμμοριών |
| αιτιατική | τη | συμμορία | τις | συμμορίες |
| κλητική | συμμορία | συμμορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμμορία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμορία < (σύν) συμ- + μόρα + -ία < μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (εκχωρώ, κατανέμω, μοιράζω)
- για τους σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική bande [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.moˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐μο‐ρί‐α
Ουσιαστικό
συμμορία θηλυκό
- ομάδα κακοποιών που οργανωμένα και συνήθως βίαια και ανήθικα προσπαθούν για την επίτευξη των κακοποιών στόχων τους
- (νομικός όρος) ομάδα τριών τουλάχιστον κακοποιών που οργανωμένα και συνήθως βίαια προσπαθούν για την επίτευξη των κακοποιών στόχων τους
- (μεταφορικά, μειωτικό) ομάδα παλιόπαιδων
- (ιστορία, οικονομία στην αρχαία Αθήνα) φορολογική ομάδα Αθηναίων πολιτών
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- συμμορία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμμορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- συμμορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.