συμμοριτοπόλεμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμμοριτοπόλεμος οι συμμοριτοπόλεμοι
      γενική του συμμοριτοπόλεμου
& συμμοριτοπολέμου
των συμμοριτοπόλεμων
& συμμοριτοπολέμων
    αιτιατική τον συμμοριτοπόλεμο τους συμμοριτοπόλεμους
& συμμοριτοπολέμους
     κλητική συμμοριτοπόλεμε συμμοριτοπόλεμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμοριτοπόλεμος < συμμορίτης + -ο- + πόλεμος

Ουσιαστικό

συμμοριτοπόλεμος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.