Μόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μόρα οι Μόρες
      γενική της Μόρας
    αιτιατική τη Μόρα τις Μόρες
     κλητική Μόρα Μόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Μόρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μόρα < ιταλική Mora < λατινική Maura, θηλυκό του Maurus < ελληνιστική κοινή μαῦρος / μαυρός < αρχαία ελληνική ἀμαυρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mau-ro- (ανήλιαγος, μαύρος, σκοτεινός)

Κύριο όνομα

Μόρα θηλυκό

  1. (εθνικό όνομα) (παρωχημένο) μαύρη γυναίκα αραβικής καταγωγής
  2. οικισμός της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.