κατανέμω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατανέμω < αρχαία ελληνική κατανέμω < κατά + νέμω

Ρήμα

κατανέμω (παθητική φωνή: κατανέμομαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.