συμμορίτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμμορίτικος | η | συμμορίτικη | το | συμμορίτικο |
| γενική | του | συμμορίτικου | της | συμμορίτικης | του | συμμορίτικου |
| αιτιατική | τον | συμμορίτικο | τη | συμμορίτικη | το | συμμορίτικο |
| κλητική | συμμορίτικε | συμμορίτικη | συμμορίτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμμορίτικοι | οι | συμμορίτικες | τα | συμμορίτικα |
| γενική | των | συμμορίτικων | των | συμμορίτικων | των | συμμορίτικων |
| αιτιατική | τους | συμμορίτικους | τις | συμμορίτικες | τα | συμμορίτικα |
| κλητική | συμμορίτικοι | συμμορίτικες | συμμορίτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμμορίτικος < συμμορίτης + -ικος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συμμορία
Μεταφράσεις
συμμορίτικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.