οργανωμένα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
από το επίθετο
οργανωμένος
Επίρρημα
οργανωμένα
(
τροπικό
)
με
οργάνωση
, με
σύστημα
, με
μεθοδικότητα
Συνώνυμα
μεθοδικά
Συγγενικά
οργανώνω
οργανώνομαι
Μεταφράσεις
οργανωμένα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.