μόρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μόρα οι μόρες
      γενική της μόρας
    αιτιατική τη μόρα τις μόρες
     κλητική μόρα μόρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μόρα < σλαβικής προέλευσης мора / mora < πρωτοσλαβική *mor / *mora < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mor-t- (θάνατος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

μόρα θηλυκό

  1. (μυθολογία) (λαογραφία) στοιχειό της λαϊκής παράδοσης, που υποτίθεται ότι έρχεται στον ύπνο κάποιου και τον ακινητοποιεί
  2. (κατ’ επέκταση) δυσφορία που επέρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, εφιάλτης
  3. η μελαχρινή γυναίκα

Συνώνυμα

με τη σημασία του στοιχειού και του εφιάλτη:

με τη σημασία της μελαχρινής:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.