μόρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μόρα | οι | μόρες |
| γενική | της | μόρας | — | |
| αιτιατική | τη | μόρα | τις | μόρες |
| κλητική | μόρα | μόρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μόρα < σλαβικής προέλευσης мора / mora < πρωτοσλαβική *mor / *mora < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mor-t- (θάνατος) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
μόρα θηλυκό
- (μυθολογία) (λαογραφία) στοιχειό της λαϊκής παράδοσης, που υποτίθεται ότι έρχεται στον ύπνο κάποιου και τον ακινητοποιεί
- (κατ’ επέκταση) δυσφορία που επέρχεται κατά τη διάρκεια του ύπνου, εφιάλτης
- η μελαχρινή γυναίκα
Συνώνυμα
με τη σημασία του στοιχειού και του εφιάλτη:
- βραχνάς
- περγιαλός
με τη σημασία της μελαχρινής:
- αραπίνα
- κακογύφτισσα
- μαυροτσούκαλο
- μαυροκούβιδο
Μεταφράσεις
μόρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.