τουλάχιστον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τουλάχιστον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοὐλάχιστον[1] < τὸ ἐλάχιστον
Προφορά
- ΔΦΑ : /tuˈla.çi.ston/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : του‐λά‐χι‐στον
Μεταφράσεις
Αναφορές
- τουλάχιστο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.