τουλάχιστον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τουλάχιστον < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τοὐλάχιστον[1] < τὸ ἐλάχιστον

Προφορά

ΔΦΑ : /tuˈla.çi.ston/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τουλάχιστον

Επίρρημα

τουλάχιστον

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.