μείρομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μείρομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)

Ρήμα

μείρομαι (αποθετικό ρήμα)

Κλιτικοί τύποι

Εύχρηστο στους εξής τύπους:

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

μετοχές:

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.