συμμορίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συμμορίτης οι συμμορίτες
      γενική του συμμορίτη των συμμοριτών
    αιτιατική τον συμμορίτη τους συμμορίτες
     κλητική συμμορίτη συμμορίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συμμορίτης < (ελληνιστική κοινή) συμμορίτης

Ουσιαστικό

συμμορίτης αρσενικό (θηλυκό: συμμορίτισσα)

  1. (γενικότερα) μέλος συμμορίας
  2. (ειδικότερα, μειωτικό) κομμουνιστής μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού (ΔΣΕ) κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949)
      Λίγο πιο κάτω στο φαράγγι ο Χρύσανθος μας έδειξε μερικά σκορπισμένα κόκκαλα. «Εδώ είναι», είπε, «τ' απομεινάρια ενός συμμορίτη»
    Πάτρικ Λη Φέρμορ, Μάνη, μετάφραση από τα αγγλικά: Τζαννής Τζαννετάκης (Αθήνα: Κέδρος, 2007 [α΄ έκδ. 1972], ISBN 978-960-04-0864-5), σ. 48.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.