συμμοριόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συμμοριόπληκτος | η | συμμοριόπληκτη | το | συμμοριόπληκτο |
| γενική | του | συμμοριόπληκτου | της | συμμοριόπληκτης | του | συμμοριόπληκτου |
| αιτιατική | τον | συμμοριόπληκτο | τη | συμμοριόπληκτη | το | συμμοριόπληκτο |
| κλητική | συμμοριόπληκτε | συμμοριόπληκτη | συμμοριόπληκτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συμμοριόπληκτοι | οι | συμμοριόπληκτες | τα | συμμοριόπληκτα |
| γενική | των | συμμοριόπληκτων | των | συμμοριόπληκτων | των | συμμοριόπληκτων |
| αιτιατική | τους | συμμοριόπληκτους | τις | συμμοριόπληκτες | τα | συμμοριόπληκτα |
| κλητική | συμμοριόπληκτοι | συμμοριόπληκτες | συμμοριόπληκτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συμμοριόπληκτος < συμμορί(α) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
συμμοριόπληκτος, -η, -ο
- που έχει πληγεί από συμμορίες ή (παρωχημένο) από τον συμμοριτοπόλεμο
- ≈ συνώνυμα: ανταρτόπληκτος
Μεταφράσεις
συμμοριόπληκτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.