σταθμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο | σταθμός | οι | σταθμοί | τα | σταθμά |
| γενική | του | σταθμού | των | σταθμών | των | σταθμών |
| αιτιατική | τον | σταθμό | τους | σταθμούς | τα | σταθμά |
| κλητική | σταθμέ | σταθμοί | σταθμά | |||
| Κατηγορία όπως «δεσμός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
Ετυμολογία
- σταθμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σταθμός (χώρος στάθμευσης στρατιωτών, ταξιδιωτών) [1]
- για το σταθμό οχημάτων < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική station
- για τις εγκαταστάσεις < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική station
- για το σημαντικό γεγονός < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étape

Σιδηροδρομικός σταθμός.

Πυροσβεστικός σταθμός.

Ραδιοφωνικός σταθμός.
Ουσιαστικό
σταθμός αρσενικό (πληθυντικός οι σταθμοί) δείτε και σταθμά
- το μέρος όπου περιμένουμε το λεωφορείο, το τρένο ή άλλο μέσο μεταφοράς
- ↪ περιμένω στην αποβάθρα του σταθμού του τρένου
- ειδικές εγκαταστάσεις οργανισμού ή υπηρεσίας
- ↪ πυροσβεστικός σταθμός
- ↪ ραδιοφωνικός σταθμός
- ↪ υδροηλεκτρικός σταθμός της ΔΕΗ
- σημαντικό, κομβικό γεγονός που σημαδεύει την ιστορική εξέλιξη
- ↪ Η εργασία του Watson (Ουότσον) και του Crick (Κρικ) για το DNA υπήρξε σταθμός στην ιστορία της βιολογίας.
- ↪ Η γνωριμία μου με τον Χ ήταν σταθμός στη ζωή μου και στη καριέρα μου.
Σημειώσεις
- σταθμά (δεύτερος πληθυντικός, ουδέτερο με διαφορετική σημασία)
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
σταθμός οχημάτων
|
Αναφορές
- σταθμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | αρσενικό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ὁ | σταθμός | οἱ | σταθμοί | τὰ | σταθμᾰ́ |
| γενική | τοῦ | σταθμοῦ | τῶν | σταθμῶν | τῶν | σταθμῶν |
| δοτική | τῷ | σταθμῷ | τοῖς | σταθμοῖς | τοῖς | σταθμοῖς |
| αιτιατική | τὸν | σταθμόν | τοὺς | σταθμούς | τὰ | σταθμά |
| κλητική ὦ! | σταθμέ | σταθμοί | σταθμά | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταθμώ | ||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταθμοῖν | ||||
| Και δεύτερος πληθυντικός όπως το «φυτόν». | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- σταθμός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.