αστάθμητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστάθμητος η αστάθμητη το αστάθμητο
      γενική του αστάθμητου της αστάθμητης του αστάθμητου
    αιτιατική τον αστάθμητο την αστάθμητη το αστάθμητο
     κλητική αστάθμητε αστάθμητη αστάθμητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστάθμητοι οι αστάθμητες τα αστάθμητα
      γενική των αστάθμητων των αστάθμητων των αστάθμητων
    αιτιατική τους αστάθμητους τις αστάθμητες τα αστάθμητα
     κλητική αστάθμητοι αστάθμητες αστάθμητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστάθμητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀστάθμητος (ασταθής) < ἀ- στερητικό + σταθμη- (σταθμέω) + -τος < στάθμη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική impondérable) [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsta.θmi.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστάθμητος
παλιότερος συλλαβισμός: αστάθμητος

Επίθετο

αστάθμητος, -η, -ο

  1. (μεταφορικά) που δεν μπορεί να σταθμιστεί, να υπολογιστεί, να εκτιμηθεί
    δεν περιμέναμε αυτή την τροπή στα γεγονότα διότι επέδρασαν αστάθμητοι παράγοντες
    στις εξετάσεις, το μάθημα της έκθεσης θεωρείται από πολλούς πως τελικά επιδρά με αστάθμητο τρόπο, σε σχέση με υπόλοιπα εξεταζόμενα μαθήματα, στη διαμόρφωση των τελικών αποτελεσμάτων
  2. που δε ζυγίστηκε ή δεν μπορεί να ζυγιστεί [3]
     συνώνυμα: αζύγιστος

Ταυτόσημο

  • αστάθμευτος

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αστάθμητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αστάθμητος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.