υποστάθμη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η υποστάθμη
      γενική της υποστάθμης
    αιτιατική την υποστάθμη
     κλητική υποστάθμη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποστάθμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστάθμη (κατακάθι).[1] Μορφολογικά, υπο- + στάθμη

Προφορά

ΔΦΑ : /i.poˈsta.θmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποστάθμη
παλιότερος συλλαβισμός: υποστάθμη
τονικό παρώνυμο: υποσταθμοί

Ουσιαστικό

υποστάθμη θηλυκό

  1. (για άνθρωπο + γενική) σε χαμηλό ηθικό επίπεδο, άνθρωπος ανήθικος ή ανάξιος στις εκφράσεις:
    κατωτάτης / χαμηλής / τελευταίας υποστάθμης
  2. (στην αρχαία σημασία[2] κατακάθι, ίζημα, όπως σε λάδι ή σε κρασί

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υποστάθμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.