υποστάθμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υποστάθμη | ||
| γενική | της | υποστάθμης | ||
| αιτιατική | την | υποστάθμη | ||
| κλητική | υποστάθμη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υποστάθμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποστάθμη (κατακάθι).[1] Μορφολογικά, υπο- + στάθμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.poˈsta.θmi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πο‐στάθ‐μη
- παλιότερος συλλαβισμός : υ‐πο‐στά‐θμη
- τονικό παρώνυμο: υποσταθμοί
Ουσιαστικό
υποστάθμη θηλυκό
Αναφορές
- υποστάθμη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.