επισταθμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισταθμία οι επισταθμίες
      γενική της επισταθμίας των επισταθμιών
    αιτιατική την επισταθμία τις επισταθμίες
     κλητική επισταθμία επισταθμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επισταθμία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπισταθμία[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.staˈθmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισταθμία
παλιότερος συλλαβισμός: επισταθμία

Ουσιαστικό

επισταθμία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.