στάθμευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στάθμευση οι σταθμεύσεις
      γενική της στάθμευσης* των σταθμεύσεων
    αιτιατική τη στάθμευση τις σταθμεύσεις
     κλητική στάθμευση σταθμεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταθμεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στάθμευση < σταθμεύω + -ση

Ουσιαστικό

στάθμευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.