κομβικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κομβικός η κομβική το κομβικό
      γενική του κομβικού της κομβικής του κομβικού
    αιτιατική τον κομβικό την κομβική το κομβικό
     κλητική κομβικέ κομβική κομβικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κομβικοί οι κομβικές τα κομβικά
      γενική των κομβικών των κομβικών των κομβικών
    αιτιατική τους κομβικούς τις κομβικές τα κομβικά
     κλητική κομβικοί κομβικές κομβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κομβικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

κομβικός

  1. σχετικός με κόμβο
  2. διαμεσολαβητικός, πολυσύχναστος, κεντρικός, καίριος, βασικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.