αντιστάθμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντιστάθμιση οι αντισταθμίσεις
      γενική της αντιστάθμισης* των αντισταθμίσεων
    αιτιατική την αντιστάθμιση τις αντισταθμίσεις
     κλητική αντιστάθμιση αντισταθμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντισταθμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιστάθμιση < μεσαιωνική ελληνική ἀντιστάθμισις < (ελληνιστική κοινή) ἀντισταθμίζω < ἀντί + σταθμίζω < σταθμόν

Ουσιαστικό

αντιστάθμιση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.