ζυγοστάθμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζυγοστάθμιση οι ζυγοσταθμίσεις
      γενική της ζυγοστάθμισης των ζυγοσταθμίσεων
    αιτιατική τη ζυγοστάθμιση τις ζυγοσταθμίσεις
     κλητική ζυγοστάθμιση ζυγοσταθμίσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζυγοστάθμιση < { ζυγοσταθμί(ζω) + -ση

Ουσιαστικό

ζυγοστάθμιση θηλυκό (τεχνολογία)

  1. η διαδικασία με την οποία ελέγχεται και επιτυγχάνεται η συμμετρική κατανομή του βάρους σε ένα περιστρεφόμενο σύστημα, ώστε να εξασφαλιστεί η ομαλή και χωρίς κραδασμούς κίνησή του
    η ζυγοστάθμιση των τροχών του αυτοκινήτου είναι απαραίτητη μετά από κάθε αλλαγή ελαστικών
  2. (σε πλοία) η διαδικασία με την οποία ελέγχεται και επιτυγχάνεται η συμμετρική κατανομή του φορτίου, ώστε το πλοίο να βυθίζεται εξίσου στην πρύμνη και την πλώρη καθώς και στη δεξιά και αριστερή πλευρά του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.