ζυγοσταθμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζυγοσταθμίζω < ζυγός + -ο- + σταθμίζω (απόδοση για την αγγλική balance)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.ɣo.staˈθmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζυγοσταθμίζω
παλιότερος συλλαβισμός: ζυγοσταθμίζω

Ρήμα

ζυγοσταθμίζω, αόρ.: ζυγοστάθμισα, παθ.φωνή: ζυγοσταθμίζομαι, π.αόρ.: ζυγοσταθμίστηκα, μτχ.π.π.: ζυγοσταθμισμένος

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.