terminal
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| terminal | terminals |
Ουσιαστικό
terminal (en)
- τερματικός σταθμός
- (ειδικότερα) το κτήριο του σταθμού ενός μέσου μαζικής συγκοινωνίας που περιέχει τις εγκαταστάσεις για την άφιξη και την αναχώρηση επιβατών
- (τηλεπικοινωνίες) ακροδέκτης[1]
- (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) τερματικό[1], ακραίος κόμβος (node) σε ένα δίκτυο
- → δείτε τη λέξη endpoint
- (πληροφορική) τερματικό (υπολογιστής)
- (πληροφορική) τερματικό (πρόγραμμα)
- ≈ συνώνυμα: (Windows): command prompt
Υπερώνυμα
- (δίκτυο υπολογιστών) host
Παράγωγα
-
terminal στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- terminal (επίθετο) < (άμεσο δάνειο) λατινική terminalis
- terminal (ουσιαστικό) < (άμεσο δάνειο) αγγλική terminal (τέρμα)
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | terminal | terminaux |
| θηλυκό | terminale | terminales |
terminal (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| terminal | terminaux |
terminal (fr) αρσενικό
- o τερματικός σταθμός, τμήμα αεροδρομίου με εγκαταστάσεις για την άφιξη και την αναχώρηση επιβατών
- o τερματικός σιδηροδρομικός σταθμός, εκεί όπου τερματίζει μια σιδηροδρομική γραμμή
- (πληροφορική) το τερματικό
Τουρκικά (tr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.