αντιστάθμισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντιστάθμισμα τα αντισταθμίσματα
      γενική του αντισταθμίσματος των αντισταθμισμάτων
    αιτιατική το αντιστάθμισμα τα αντισταθμίσματα
     κλητική αντιστάθμισμα αντισταθμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντιστάθμισμα < (ελληνιστική κοινή) ἀντισταθμίζω < ἀντί + σταθμίζω < σταθμόν

Ουσιαστικό

αντιστάθμισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αντισταθμίζω
    άλλες μορφές: αντιστάθμιση, αντισταθμισμός
  2. αντίβαρο
  3. (μεταφορικά) ανταμοιβή, αντάλλαγμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.