στάθμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στάθμιση | οι | σταθμίσεις |
| γενική | της | στάθμισης* | των | σταθμίσεων |
| αιτιατική | τη | στάθμιση | τις | σταθμίσεις |
| κλητική | στάθμιση | σταθμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σταθμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
στάθμιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.