σιδηροδρομικός σταθμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδηροδρομικός σταθμός οι σιδηροδρομικοί σταθμοί
      γενική του σιδηροδρομικού σταθμού των σιδηροδρομικών σταθμών
    αιτιατική τον σιδηροδρομικό σταθμό τους σιδηροδρομικούς σταθμούς
     κλητική σιδηροδρομικέ σταθμέ σιδηροδρομικοί σταθμοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδηροδρομικός σταθμός <  δείτε τις λέξεις σιδηροδρομικός και σταθμός Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /si.ði.ɾo.ðɾo.miˈkos staˈθmos/

Πολυλεκτικός όρος

σιδηροδρομικός σταθμός αρσενικό

  • σημείο όπου τα τρένα πραγματοποιούν στάση για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών
      Ενώ η φοβερή αναμέτρηση των αντιμαχομένων του Α΄ παγκοσμίου πολέμου συνεχιζόταν, η κυβέρνηση Σκουλούδη κάτω από την άσκηση βίας των κεντρικών δυνάμεων παραδίδει σε μικτή γερμανοβουλγαρική φάλαγγα, που εισβάλλει στο ελληνικό έδαφος, το οχυρό Ρούπελ (13-14 Μαΐου 1916). Με την κατάληψη του οχυρού οι βουλγαρικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους και κατέλαβαν το σιδηροδρομικό σταθμό του Σιδηροκάστρου.
    Ανδρέας Θ. Δεληγιάννης, Δημήτρης Ι. Παπαδημητρίου, Το τρένο του Σταυρού, Μακεδονικά, 26 (1987), σσ. 98–125

  • ΣΣ (συντομογραφία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.