σταθερότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
στᾰθεροτητ-
ονομαστική σταθερότης αἱ σταθερότητες
      γενική τῆς σταθερότητος τῶν σταθεροτήτων
      δοτική τῇ σταθερότητ ταῖς σταθερότησ(ν)
    αιτιατική τὴν σταθερότητ τὰς σταθερότητᾰς
     κλητική ! σταθερότης σταθερότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σταθερότητε
γεν-δοτ τοῖν  σταθεροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταθερότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σταθερό(ς) + -της. Δείτε και σταθ- στο ἵστημι.

Ουσιαστικό

σταθερότης [ᾰ] θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  • σταθηρότης

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.