ασάλευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασάλευτος | η | ασάλευτη | το | ασάλευτο |
| γενική | του | ασάλευτου | της | ασάλευτης | του | ασάλευτου |
| αιτιατική | τον | ασάλευτο | την | ασάλευτη | το | ασάλευτο |
| κλητική | ασάλευτε | ασάλευτη | ασάλευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασάλευτοι | οι | ασάλευτες | τα | ασάλευτα |
| γενική | των | ασάλευτων | των | ασάλευτων | των | ασάλευτων |
| αιτιατική | τους | ασάλευτους | τις | ασάλευτες | τα | ασάλευτα |
| κλητική | ασάλευτοι | ασάλευτες | ασάλευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασάλευτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀσάλευτος (σταθερός)
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsa.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σά‐λευ‐τος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.