αποσταθεροποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσταθεροποιητικός < αποσταθεροποιώ + -τικός
Επίθετο
αποσταθεροποιητικός -ή -ό
- που αποσταθεροποιεί ή επιδιώκει την αποσταθεροποίηση
- η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την εξωτερική επέμβαση είναι ο κυριότερος αποσταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αποσταθεροποιητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.