σταθεροθερμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταθεροθερμία | οι | σταθεροθερμίες |
| γενική | της | σταθεροθερμίας | των | σταθεροθερμιών |
| αιτιατική | τη | σταθεροθερμία | τις | σταθεροθερμίες |
| κλητική | σταθεροθερμία | σταθεροθερμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταθεροθερμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σταθεροθερμία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σταθεροθερμία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.