σταθεροποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταθεροποιημένος η σταθεροποιημένη το σταθεροποιημένο
      γενική του σταθεροποιημένου της σταθεροποιημένης του σταθεροποιημένου
    αιτιατική τον σταθεροποιημένο τη σταθεροποιημένη το σταθεροποιημένο
     κλητική σταθεροποιημένε σταθεροποιημένη σταθεροποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταθεροποιημένοι οι σταθεροποιημένες τα σταθεροποιημένα
      γενική των σταθεροποιημένων των σταθεροποιημένων των σταθεροποιημένων
    αιτιατική τους σταθεροποιημένους τις σταθεροποιημένες τα σταθεροποιημένα
     κλητική σταθεροποιημένοι σταθεροποιημένες σταθεροποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σταθεροποιημένος: σταθεροποιούμαι

Μετοχή

σταθεροποιημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.