αποσταθεροποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποσταθεροποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου αποσταθεροποιώ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αποσταθεροποιώ, από, σταθεροποιώ, σταθερός και ποιώ
Μεταφράσεις
αποσταθεροποιημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.