ασταθεροποίητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασταθεροποίητος | η | ασταθεροποίητη | το | ασταθεροποίητο |
| γενική | του | ασταθεροποίητου | της | ασταθεροποίητης | του | ασταθεροποίητου |
| αιτιατική | τον | ασταθεροποίητο | την | ασταθεροποίητη | το | ασταθεροποίητο |
| κλητική | ασταθεροποίητε | ασταθεροποίητη | ασταθεροποίητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασταθεροποίητοι | οι | ασταθεροποίητες | τα | ασταθεροποίητα |
| γενική | των | ασταθεροποίητων | των | ασταθεροποίητων | των | ασταθεροποίητων |
| αιτιατική | τους | ασταθεροποίητους | τις | ασταθεροποίητες | τα | ασταθεροποίητα |
| κλητική | ασταθεροποίητοι | ασταθεροποίητες | ασταθεροποίητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασταθεροποίητος < α- + σταθεροποιώ + -τος
Αντώνυμα
Πηγές
- ασταθεροποίητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασταθεροποίητος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.