ίδιος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

ίδιος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ἴδιος

Προφορά 1

ΔΦΑ : /ˈi.ðʝos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδιος

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ίδιος η ίδια το ίδιο
      γενική του ίδιου της ίδιας του ίδιου
    αιτιατική τον ίδιο την ίδια το ίδιο
     κλητική ίδιε ίδια ίδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ίδιοι οι ίδιες τα ίδια
      γενική των ίδιων των ίδιων των ίδιων
    αιτιατική τους ίδιους τις ίδιες τα ίδια
     κλητική ίδιοι ίδιες ίδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ίδιος, -α, -ο

  1. όμοιος με κάτι/κάποιον άλλο
    οι δύο φίλες αποφάσισαν να φορέσουν για το αποκριάτικο πάρτι ίδιες στολές
    οι δύο πολιτικοί έχουν τις ίδιες ιδέες για το ζήτημα
  2. που δεν έχει αλλάξει καθόλου, αμετάβλητος
    μετά από τοσα χρόνια τον αναγνώρισα αμέσως· έχει μείνει ίδιος κι απαράλλακτος
    οι δυο αδερφές είναι ίδιες, ολόιδιες!

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αντωνυμία

  • λείπει η κλίση

ίδιος, -α, -ο

  • (με άρθρο, οριστική αντωνυμία)
    με πρόδωσε ο ίδιος μου ο αδελφός

Ετυμολογία 2

ίδιος < λόγιο διαχρονικό δάνειο από την αρχαία ελληνική ἴδιος

Προφορά 2

ΔΦΑ : /ˈi.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδιος

Επίθετο

ίδιος, -ία, -ον (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἴδιος)

  1. (λόγιο) που χαρακτηρίζει με ιδιαίτερο τρόπο ένα άτομο, ανήκει σε αυτό ή προέρχεται από αυτό, δικός, προσωπικός
    ιδία δαπάνη (με προσωπική δαπάνη)
  2. όμοιος (σε εκφράσεις)
    του ιδίου φυράματος

Εκφράσεις

  • ιδία δαπάνη
  • ιδίοις όμμασι(ν): με τα ίδια μου (σου, του) τα μάτια
  • ιδίαις χερσί(ν): με τα ίδια μου (σου, του) τα χέρια
  • κατ' ιδίαν: σε προσωπική και όχι δημόσια συνάντηση, συζήτηση, επαφή
  • του ιδίου φυράματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.