-ερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο -ερός η -ερή το -ερό
      γενική του -ερού της -ερής του -ερού
    αιτιατική τον -ερό τη(ν) -ερή το -ερό
     κλητική -ερέ -ερή -ερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι -εροί οι -ερές τα -ερά
      γενική των -ερών των -ερών των -ερών
    αιτιατική τους -ερούς τις -ερές τα -ερά
     κλητική -εροί -ερές -ερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

-ερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ερός, -ερά, -ερόν < -ηρός, -ηρά, -ηρόν [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρός

Επίθημα

-ερός, -ή, -ό

Παράγωγα

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

-ερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική -ερός, -ερά, -ερόν < -ηρός, -ηρά, -ηρόν [1]

ζητούμενο λήμμα

  • Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ερός στο Βικιλεξικό


Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική -ερός -ερᾱ́ τὸ -ερόν
      γενική τοῦ -εροῦ τῆς -ερᾶς τοῦ -εροῦ
      δοτική τῷ -ερ τῇ -ερ τῷ -ερ
    αιτιατική τὸν -ερόν τὴν -ερᾱ́ν τὸ -ερόν
     κλητική ! -ερέ -ερᾱ́ -ερόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ -εροί αἱ -εραί τὰ -ερᾰ́
      γενική τῶν -ερῶν τῶν -ερῶν τῶν -ερῶν
      δοτική τοῖς -εροῖς ταῖς -εραῖς τοῖς -εροῖς
    αιτιατική τοὺς -ερούς τὰς -ερᾱ́ς τὰ -ερᾰ́
     κλητική ! -εροί -εραί -ερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ -ερώ τὼ -ερᾱ́ τὼ -ερώ
      γεν-δοτ τοῖν -εροῖν τοῖν -εραῖν τοῖν -εροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ερός στο Βικιλεξικό
  • Λέξεις -ερός @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ηρός στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.