σταθεροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταθεροποίηση | οι | σταθεροποιήσεις |
| γενική | της | σταθεροποίησης* | των | σταθεροποιήσεων |
| αιτιατική | τη | σταθεροποίηση | τις | σταθεροποιήσεις |
| κλητική | σταθεροποίηση | σταθεροποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σταθεροποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταθεροποίηση < σταθεροποιώ + -ση
Μεταφράσεις
σταθεροποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.