στάχτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στάχτη | οι | στάχτες |
| γενική | της | στάχτης | των | σταχτών |
| αιτιατική | τη | στάχτη | τις | στάχτες |
| κλητική | στάχτη | στάχτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στάχτη < μεσαιωνική ελληνική στάκτη < ελληνιστική κοινή στακτή (κονία) < αρχαία ελληνική στακτός < στάζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stag- (στάζω)
Ουσιαστικό
στάχτη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το υπόλειμμα της καύσης ενός υλικού
- ↪έπεσε η στάχτη του τσιγάρου στο χαλί
- (μεταφορικά) ολοσχερής καταστροφή
- ↪τα πάντα έγιναν στάχτη
Συνώνυμα
Συγγενικά
- αστάχτωτος
- ξεσταχτίζω
- ξεσταχτώνω
- σταχτένιος
- σταχτερός
- σταχτής
- σταχτί
- σταχτιάζω
- στάχτιασμα
- Σταχτοπούτα
- στάχτωμα
- σταχτωμένος
- σταχτώνω
Σύνθετα
- απόσταχτο
- αργυρόσταχτος
- ασημόσταχτος
- ασπρόσταχτος
- σταχτοδοχείο
- σταχτοκουλούρα
- σταχτόνερο
- σταχτόπανο
Εκφράσεις
- στάχτη στα μάτια: το ξεγέλασμα, η παραπλάνηση
- τόσην ώρα μάς έριχνε στάχτη στα μάτια, για να μην καταλάβουμε τις μαϊμουδιές που έκανε
- στάχτη και μπούρμπερη: μεγάλη και ολοσχερής καταστροφή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
