μπούρμπερη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπούρμπερη | ||
| γενική | της | μπούρμπερης | ||
| αιτιατική | την | μπούρμπερη | ||
| κλητική | μπούρμπερη | |||
| Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πούδρα
Εκφράσεις
- στάχτη και μπούρμπερη: δηλώνει μεγάλη και ολοσχερή καταστροφή (καθώς και προσωπική αδιαφορία γι' αυτή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.