μαϊμουδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαϊμουδιά οι μαϊμουδιές
      γενική της μαϊμουδιάς των μαϊμουδιών
    αιτιατική τη μαϊμουδιά τις μαϊμουδιές
     κλητική μαϊμουδιά μαϊμουδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μαϊμουδιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μαϊμουδιά θηλυκό

  1. η χρησιμοποίηση πλαστών στοιχείων για την επίτευξη ενός στόχου
    σε αυτόν το διαγωνισμό γίνανε πολλές μαϊμουδιές
  2. αντικείμενο που είναι απομίμηση, μαϊμού
  3. (οικείο) η ζημιά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.