σταχτοκουλούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταχτοκουλούρα | οι | σταχτοκουλούρες |
| γενική | της | σταχτοκουλούρας | των | σταχτοκουλουρών |
| αιτιατική | τη | σταχτοκουλούρα | τις | σταχτοκουλούρες |
| κλητική | σταχτοκουλούρα | σταχτοκουλούρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταχτοκουλούρα < ελληνική στάχτη + ελληνική κουλούρι
Ουσιαστικό
σταχτοκουλούρα θηλυκό Από το ζυμάρι του ψωμιού η νοικοκυρά έκοβε κομμάτια σε σχήμα οβάλ, σαν μια μικρή λαγάνα,τα τρυπούσε με το μαχαίρι και τα έψηνε στη χόβολη.
Μεταφράσεις
σταχτοκουλούρα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.