σταχτόπανο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σταχτόπανο | τα | σταχτόπανα |
| γενική | του | σταχτόπανου | των | σταχτόπανων |
| αιτιατική | το | σταχτόπανο | τα | σταχτόπανα |
| κλητική | σταχτόπανο | σταχτόπανα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταχτόπανο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σταχτόπανο ουδέτερο
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
σταχτόπανο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.