Σταχτοπούτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σταχτοπούτα οι Σταχτοπούτες
      γενική της Σταχτοπούτας των Σταχτοπούτων
    αιτιατική τη Σταχτοπούτα τις Σταχτοπούτες
     κλητική Σταχτοπούτα Σταχτοπούτες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σταχτοπούτα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Aschenputtel [1] < Asche (στάχτη) + Puddel (βρώμικο κορίτσι)

Προφορά

ΔΦΑ : /sta.xtoˈpu.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σταχτοπούτα

Κύριο όνομα

Σταχτοπούτα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.